- ικνουμένως
- ἱκνουμένως, ιων. τ. ικνευμένως (Α)επίρρ. όπως πρέπει, όπως αρμόζει, ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ἱκνούμενος τού ρ. ἱκνοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱκνουμένως — ἱκνέομαι come pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)